- προσφώνηση
- ηπροσαγόρευση, προσλαλιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προσφώνηση — η / προσφώνησις, ήσεως, ΝΜΑ [προσφωνῶ] το να απευθύνει κανείς χαιρετιστήριο λόγο, η προσλαλιά, η προσαγόρευση αρχ. 1. αφιέρωση («τετιμημένος ὑπ αὐτοῡ προσφωνήσεσι γραμμάτων φιλοσόφων», Πλούτ.) 2. μεταβίβαση ιδιοκτησίας 3. δήλωση, διακήρυξη 4.… … Dictionary of Greek
προσφωνήσῃ — προσφωνήσηι , προσφώνησις addressing fem dat sg (epic) προσφωνέω call aor subj mid 2nd sg προσφωνέω call aor subj act 3rd sg προσφωνέω call fut ind mid 2nd sg προσφωνέω call aor subj mid 2nd sg προσφωνέω call aor subj act 3rd sg προσφωνέω call… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… … Dictionary of Greek
μέλε — (Α) αττ. κλητ. που χρησιμοποιήθηκε: α) ως φιλική προσφώνηση για οικεία, αγαπημένα πρόσωπα και τών δύο φύλων με τη σημ. φίλε, αγαπητέ, καλέ μου, ευλογημένε, καημένε («ἐπειδή γ , ὦ μέλε, ἤσθοντο τὰς ἀφύας παρ ἡμῑν ἀξίας», Αριστοφ.) β) σαρκαστικά,… … Dictionary of Greek
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek
τατά — και τάτα και τέττα και τατί Α 1. προσφώνηση από έναν φίλο σε άλλον ή, κατ άλλους, τιμητική προσφώνηση από νεώτερο σε μεγαλύτερο ή, κατ άλλους, ο πατέρας 2. (μόνον ο τ. τατί) προσφώνηση δούλου στην ερωμένη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. υποκοριστικοί τής… … Dictionary of Greek
αμμά — ἀμμὰ και ἀμμάς, η (AM) μητέρα μσν. 1. προσφώνηση ηγουμένης 2. προσφώνηση κάθε μοναχής 3. γυναίκα όχι μοναχή αρχ. 1. παραμάννα, τροφός 2. ἀμμάς επίθ. τής Ρέας και τής Δήμητρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη χαρακτηριστική τής νηπιακής γλώσσας (πρβλ. λατ. amma). Ο … Dictionary of Greek
ευλογώ — και βλογώ (ΑΜ εὐλογῶ, έω, Μ και βλογῶ) [εύλογος] 1. επαινώ, εγκωμιάζω, υμνώ, δοξάζω, δοξολογώ («εὐλογοῡμεν τὸν θεὸν καὶ πατέρα», ΚΔ) 2. (για τον θεό ή για ανθρώπους) δίνω την ευλογία μου, την ευχή μου νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ευλογημένος, η … Dictionary of Greek
πουλάκι — και παλ. τ. πουλλάκι, το, Ν [πουλί] υποκορ. κάθε μικρό πουλί, κυρίως ωδικό («τρία πουλάκια κάθονταν ψηλά στη χαλκουμάτα», δημ. τραγούδι) 2. νεοσσός κότας, κοτοπουλάκι 3. μικρό πέος ή πέος μικρού παιδιού 4. φρ. α) «πουλάκι μου» i) προσφώνηση… … Dictionary of Greek
σερ — (Cher). Νομός της Γαλλίας (έκτ. 7.235 τ. χλμ., 321.900 κάτ.) με πρωτεύουσα την πόλη Μπουρζ (Bourges). Ο νομός είναι καθαρά αγροτικός. Υπάρχουν εκεί μεγάλες εκτάσεις καλλιεργημένες με σιτηρά, καθώς και αμπελώνες που παράγουν εκλεκτό κρασί.… … Dictionary of Greek